φυσιογνωσία

φυσιογνωσία
η, Ν
η μελέτη και η γνώση τής φύσης γενικώς, καθώς και το σύνολο τών επιστημών που αναφέρονται σε ολόκληρο τον φυσικό κόσμο, στις λεγόμενες φυσιογνωστικές επιστήμες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυσιο- (για τη μορφή βλ. λ. φύση) + γνώση + κατάλ. -ία (πρβλ. πατριδο-γνωσία). Η λ. μαρτυρείται από το 1864 στον Ηρακλή Μητσόπουλο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φυσιογνωσία — η 1. το σύνολο των φυσικών επιστημών, που σκοπό τους έχουν τη μελέτη των φυσικών σωμάτων και των μεταβολών της ύλης. 2. η φυσιογνωσία της ενόργανης φύσης, η βιολογία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φυσιογνωστικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φυσιογνωσία 2. φρ. «φυσιογνωστικές επιστήμες» (παλαιός όρος) το σύνολο τών επιστημών που αναφέρονται στη φύση. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυσιογνωσία. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1893 στον Ιω. Σκαλτσούνη] …   Dictionary of Greek

  • Μπαλτά, Γαλάτεια — (Ιωάννινα 1920 –). Φυσιογνώστρια και λογοτέχνης. Σπούδασε γεωπονία και φυσιογνωσία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και μουσική στο Κρατικό Ωδείο Θεσσαλονίκης (βιολί). Σταδιοδρόμησε ως καθηγήτρια φυσιογνώστρια στην Ελληνογαλλική Σχολή… …   Dictionary of Greek

  • φυσιογνωστικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φυσιογνωσία (βλ. λ.), που είναι της φυσιογνωσίας: Φυσιογνωστικά μαθήματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φυσιογνώστης — ο θηλ. τρια αυτός που ασχολείται με τη φυσιογνωσία (βλ. λ.), ο καθηγητής των φυσιογνωστικών μαθημάτων (ζωολογίας, φυτολογίας, γεωλογίας, βιολογίας κτλ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”